- υφαιρέτρια
- ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) «μαῑα».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφαιρῶ + κατάλ. -τρια (πρβλ. εὑρέ-τρια)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑφαιρέτρια — midwife fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)